- εθιστός
- ἐθιστός, -ή, -όν (Α) [εθίζω]1. αυτός που μπορεί να αποκτηθεί με τη συνήθεια2. αυτός που αποκτήθηκε με τη συνήθεια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐθιστόν — ἐθιστός to be acquired by habit masc acc sg ἐθιστός to be acquired by habit neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐθιστῆς — ἐθιστός to be acquired by habit fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐθιστῇ — ἐθιστός to be acquired by habit fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐθιστή — ἐθιστός to be acquired by habit fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐθιστήν — ἐθιστός to be acquired by habit fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)